πείθοιντο

πείθοιντο
πείθω
persuade
pres opt mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοφρονώ — (ΑM μεγαλοφρονῶ) [μεγαλόφρων] 1. έχω υψηλό και γενναίο φρόνημα, είμαι μεγαλόψυχος, υψηλόφρων 2. (ενεργ. και μέσ.) αλαζονεύομαι, υπερηφανεύομαι ή καυχιέμαι για κάτι («οὐκ ἂν πείθοιντο οἱ περὶ ταῡτα ζητητικοὶ μεγαλοφρονούμενοι», Πλάτ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”